ἀνακηρύσσεται

ἀνακηρύσσεται
ἀνακηρύσσω
proclaim by voice of herald
pres ind mp 3rd sg
ἀνακηρύ̱σσεται , ἀνακηρύσσω
proclaim by voice of herald
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Τιβέριος — I (Tiberius). Όνομα 2 Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Ιούλιος Καίσαρ (Ρώμη 42 π.Χ. – Μισένο 37 μ.Χ.). Απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κλαυδίων, μπήκε νεότατος στη δημόσια ζωή και μετά τον γάμο της μητέρας του Λιβίας με τον Αύγουστο έγινε… …   Dictionary of Greek

  • γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • δέκαθλο — Σύνθετο αθλητικό αγώνισμα που αποβλέπει στη γενική άσκηση των αθλητικών ικανοτήτων του ατόμου, ανεξάρτητα από κάθε ειδίκευση. Τα δέκα αγωνίσματα του δ. είναι: δρόμος 100 μ., άλμα εις μήκος, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος, δρόμος 400 μ., δρόμος 110 μ …   Dictionary of Greek

  • πρωτεύουσα — η, Ν 1. πόλη, κωμόπολη ή και χωριό όπου εδρεύουν οι ανώτερες αρχές διοικητικής περιφέρειας ή η κυβέρνηση μιας πολιτείας 2. (κατ επέκτ.) η μεγαλύτερη ή η σημαντικότερη από οικονομική, πολιτιστική ή άλλη άποψη πόλη μιας περιφέρειας 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Στιλίχων — Σύμβουλος του ανήλικου αυτοκράτορα του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Ονώριου (395 – 426). Εκλατινισμένος αξιωματικός βανδαλικής καταγωγής, με ξεχωριστές ικανότητες στρατιωτικές και πολιτικές, που ο πατέρας του Ονώριου, Θεοδόσιος ο… …   Dictionary of Greek

  • Χουάν της Αυστρίας, δον- — (Don Juan de Austria, Ρατισμπόνα 1545 – Ναμούρ 1578). Διάσημος Ισπανός πρίγκιπας και στρατιωτικός, νόθος γιος του αυτοκράτορα Καρόλου E’ (Καρόλου A’ της Ισπανίας) και ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Φιλίππου B’ της Ισπανίας. Μεγάλωσε κρυφά, ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”